Η πραγματική ιστορία του Harvey Pekar, ενός υπαλλήλου αρχείου, ο οποίος αποφασίζει να καταγράψει σε κόμικς τη μίζερη καθημερινότητα του. Με τη βοήθεια του φίλου του, σκιτσογράφου Robert Crumb δημιουργεί το American Splendor που σημειώνει μεγάλη επιτυχία και ο ίδιος αναδεικνύεται σε cult (αν και αμφιλεγόμενη) φιγούρα στο χώρο της Ένατης Τέχνης. Παράλληλα η γνωριμία του με τη θαυμάστρια του Joyce Barber, τον αναγκάζει να αναθεωρήσει την αρνητική άποψη του για τις γυναίκες...
Κριτική:
Aν και το underground comic American Splendor είναι σχεδόν άγνωστο στο εκτός Ηνωμένων Πολιτειών κοινό, το γεγονός αυτό δεν εμπόδισε τη βράβευση της ομώνυμης ταινίας στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών (βραβείο Διεθνούς Ένωσης Κριτικών). Μια διάκριση δικαιολογημένη κατά τη γνώμη μας, καθώς δεν είναι λίγες οι τεχνικές-και όχι μόνο-αρετές που ξετυλίγονται στα 101 λεπτά που διαρκεί αυτό το καταθλιπτικό αλλά ταυτόχρονα πολύ γοητευτικό (αυτο)βιογραφικό δράμα. Κόμικς αισθητική, χωρίς ωστόσο αυτή να σε κουράζει (σε αντίθεση με ο,τι συνέβαινε π.χ στο Hulk), έξυπνα σκηνοθετικά τρικ με σαφείς επιρροές από το Being John Malkovich - Στο Μυαλο του Τζον Μαλκοβιτς (μείξη μυθοπλασίας και πραγματικότητας στις σκηνές που οι πραγματικοί χαρακτήρες συνυπάρχουν με τους ηθοποιούς), γρήγορο και λειτουργικό μοντάζ, σε αρμονική αντιδιαστολή με την υποτονικοτητα της ταινίας. Και φυσικά το πανέξυπνο σενάριο των Shari Springer Berman και Robert Pulcini, όπου μέσα από το humor, τη κυνικότητα και την απαισιοδοξία, μπορεί ο οποιοσδήποτε να αναγνωρίσει στοιχεία και της δικής του καθημερινότητας. Αρκεί η σκηνή με το τραγικό δίλημμα της επιλογής της κατάλληλης ουράς στο σούπερ μαρκετ για να καταλάβετε τι εννοώ. Σε όλα αυτά προσθέστε και τις δυο θαυμάσιες ερμηνείες των Paul Giamatti και Hope Davis στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και έχετε τους βασικούς λόγους για τους οποίους το American Splendor αποτέλεσε μια από τις πιο πρωτότυπες και ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές προτάσεις της περσινής σαιζόν...
Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Καλή εικόνα, ευκρινής η απεικόνιση των χρωματικών αναλογιών ωστόσο δε μπορεί παρά να μας ξενίσει για μια ακόμη φορά η επιλογή του full screen. Ο ήχος επίσης σε ικανοποιητικά επίπεδα για μια ταινία βέβαια που στηρίζεται περισσότερο στη μελωδικότατη jass υπόκρουση της και όχι στα ειδικά ηχητικά εφε. Στα extras, πέρα από τη πανάκεια των trailers, το μόνο που αξίζει είναι ένα ενδιαφέρον αφιέρωμα για την παρουσίαση της ταινίας στις Καννες, η οποία έγινε παρόντος και του ίδιου του Harvey Pekar...
Μετά την έξοδο του από το ψυχιατρικό ίδρυμα όπου νοσηλευόταν, ο Anthony συναντά τους φίλους του Dignan και Bob και ληστεύουν μαζί ένα super market. Αφού καταφύγουν στην ασφάλεια ενός απομακρυσμένου μοτέλ, καταστρώνουν από εκεί το επόμενο σχέδιο σε συνεργασία με τον θρυλικό απατεώνα Mr. Henry...
Κριτική:
To Bottle Rocket είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο σε ταινία μεγάλου μήκους ενός ιδιαίτερα αγαπημένου καλλιτέχνη: του Wes Anderson. Σε αυτο θα συναντήσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που θα χαρακτηρίσουν και τις μετέπειτα δουλείες του και θα τον αναδείξουν σαν έναν από τους πιο ελπιδοφόρους δημιουργούς της εποχής μας: καλοδουλεμενους,αξιαγαπητους χαρακτήρες (ο Anderson πάντα γράφει ο ίδιος τα σενάρια των ταινιών του), ατάκες ανθολογίας (με κορυφαία στη συγκεκριμένη περίπτωση το "Son of a bitch! Anthony! Anthony! Bob`s gone. He stole his car!"), ακόμη και την έμμονη του με τις υποβρύχιες λήψεις. Σαν παραγωγή είναι σαφώς «μικρότερη» από το Rushmore - Ο Αρχαριος ή το The Royal Tenenbaums - Οικογενεια Τενενμπαουμ, το γεγονός αυτο ωστόσο δεν αναιρεί στον ελάχιστο βαθμό τη ζεστασιά και την ανθρωπιά που αυτή αποπνέει. Εξάλλου μια ταινία, η οποία διαπραγματεύεται τα τρυφερά όνειρα και τις ανορθόδοξες προσπάθειες τριών νεαρών ατόμων (ο Dignan θέλει να γίνει "καλλιτέχνης" απατεώνας, ο Anthony ψάχνει απεγνωσμένα για το άλλο του "μισό" και ο Βob επιδιώκει να κερδίσει το σεβασμό του μικρότερου αδερφού του) δε μπορεί παρά να οδηγήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην ταύτιση με κάποιον χαρακτήρα και εντέλει να αγαπηθεί...
Τεχνικά Χαρακτηριστικά:
Λογική βιντεοκασέτας και εδώ, δηλαδή βάζουμε μόνο τη ταινία και τίποτε άλλο! Τουλάχιστον, η πολύ καλή ποιότητα εικόνας σε συμπίεση 1,78:1 (για να απολαύσετε τα εκπληκτικά πλάνα του Anderson) και ήχου Dolby Digital 5.1 σώζει κάπως τα προσχήματα.